- αναβαθμίζω
- 1. ανεβάζω τη στάθμη, το επίπεδο2. εξυψώνω, βελτιώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. Νεολογισμός τών τελευταίων ετών που πλάστηκε ως αντίθετο τού υποβαθμίζω από το ουσ. αναβάθμιση* κατά το σχήμα υποβαθμίζω-υποβάθμιση, διαβαθμίζω-διαβάθμιση].
Dictionary of Greek. 2013.